Πρωί στο δρόμο για τη δουλειά σε ένα καφενείο της γειτονιάς τέσσερις ηλικιωμένοι κάθονται στα τραπεζάκια έξω απολαμβάνοντας τον καφέ και το τσιγάρο τους. Οι τρείς είναι παρέα κάθονται μαζί, ο τέταρτος λίγο παραπέρα μόνος του με την πίπα ανά χείρας χαμένος στις σκέψεις του, στις αναμνήσεις του, μπορεί και απλώς να απολαμβάνει το πρωινό έξω από το σπίτι μακριά από όλους και όλα.
Όλους; Δεν νομίζω, οι κύριοι που κάθονται παραπέρα τον παρατηρούν σίγουρα τον ξέρουν, κάποια άλλα πρωινά ίσως και να κάθονται όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι όχι όμως αυτό. Ο γεράκος με τα λιγοστά μαλλιά, τα άσπρα μούσια και με την πίπα στο χέρι ταξιδεύει, είναι αλλού, άλλωστε η εμφάνιση του παραπέμπει σε καπετάνιο ή σε ψαρά, σε θαλασσινό τύπο σίγουρα. Τι και αν βρίσκεται στη στεριά εκείνος ταξιδεύει.
Ο ένας από τη διπλανή παρέα κάτι του λέει, εκείνος ακούνητος, ατάραχος από την παρεμβολή δεν γυρίζει καν προς το μέρος του, κοιτάει απέναντι τον τοίχο ενός μισογκρεμισμένου κτιρίου, εκεί κοιτάζει από την αρχή, ίσως εκεί αντί για τοίχους να βλέπει κύματα, ρουφάει την πίπα του και καθώς βγαίνει ο καπνός λέει δυνατά και σταθερά "Αφού ο λόγος δεν έχει λόγο, δεν έχω λόγο να βγάλω λόγο".
Δεν απάντησε κανείς, ήρθε το λεωφορείο και καθώς έφευγα γύρισα και τον κοίταξα μέσα από το τζάμι, συνέχιζε να καπνίζει την πίπα του και να κοιτάζει τον τοίχο, η διπλανή παρέα δεν τον παρατηρούσε πια, ποιος ο λόγος...
Υπάρχει λόγος σοβαρός