-Που πας; Δεξιά βρε κορίτσι μου στο δρόμο, ας τους άλλους εσύ στη θέση σου!
- Ωχ καημένε Γ. με τόσο φαί το βράδυ θα σφυρίζουμε σαν τους Κύκλωπες!
- Πάτα το λίγο θα σβήσει, έχει και άλλες ταχύτητες εκτός απο δευτέρα το καημένο, θα μπουκώσει!
- Που λες, όταν κόπηκε το καράβι στη μέση ευτυχώς ήμουνα στην πλευρά που ήταν η κουζίνα, είχαμε φαί και ζήσαμε μέχρι να μας μαζέψουν.
- Όχι τόσο δεξιά! Μην πάμε να συναντήσουμε τη γριά αμαρτία είναι (στροφή-γκρεμός "το πήδημα της γριάς")
- Πολύ όμορφή ήτανε μαθές μελαχρινή με μακριά μαλλιά κατράμι και δυό μάτια κάρβουνα αναμμένα με καίανε σε κάθε ματιά. Την άφηκα εκεί που τη γνώρισα τη σπανιόλα μου, ας όψεται εκείνο το γράμμα της μάνας που μου άφηνε την κατάρα της αν εγκατέλειπα γυναίκα και παιδιά για να μείνω με την ξένη.
- Το φλάς!
- Μια σταλιά ήμουνα όταν με πιάσανε, δεν τους είπα τίποτα γι' αυτό που βρήκα, όλο το νησί πέρασε για να με αφήκουν να βγω, παπάδες, γιατροί, ακόμα και ο δήμαρχος τίποτα αυτοί εκεί, να με κρατάνε μέσα, η μάνα μαυροφορεμένη απόξω να κλαίει και να οδύρεται για την άδικη μοίρα της και για το μόνο αρσενικό που της είχε απομείνει να είναι κλειδωμένο. Με αφήκανε τελικά μετά από καιρό, πέντε δράμια είχα απομείνει αλλά βγήκα.
- Βρε παιδί μου είπαμε να προσπεράσουμε όχι να τον πάρουμε μαζί μας τον καημένο τον μηχανόβιο!
- Μπάρκαρα μικρός και βγήκα στη στεριά με άσπρα μαλλιά, βρήκα παιδιά μεγάλα και γυναίκα ξένη πιο ξένη απο τη σπανιόλα μου και έτσι ξανά μπάρκαρα για να έρθω εδώ που γεννήθηκα να βρω άλλη οικογένεια δικιά μου με μικρά παιδιά που τα είδα να μεγαλώνουν.
- Θυμάσαι τότε που είχα έρθει να σε ακούσω να παίζεις πιάνο στο θεατράκι με τον πατέρα σου; Τι ωραία που ήταν!
- Μάρη Βαγγελιώ ήντα κάνεις; Όλο τούτο το φαί εγώ θα το φάω; Για ποιον με πέρασες για τον Δράκουλα;
- Άστηνα μαρή πια μεγάλη κοπέλα είναι ήντα θα πάθει.
- Καλή είναι, τι να το κάνω μάρε ανιψιέ τώρα που η θάλασσα γίνηκε γιαούρτι επέσαν τα κουτάλια...
- Έλα να αλλάξουμε θέσεις μη σε δει η μάνα σου στο τιμόνι και ποιός μας σώνει!
Buen viaje Tio